Σαν σήμερα, ο Αρχάγγελος της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 περνά στην μνήμη αλλά όχι στην λήθη του Ελληνικού λαού


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770 – 1843)


Εβδομήντα άτομα της οικογένειας Κολοκοτρώνη, αναφέρεται ότι είχαν σκοτωθεί σε αγώνες κατά των Τούρκων, στο διάστημα μεταξύ 1762-1806. 

Ο ίδιος, γεννήθηκε στο χωριό Λιμποβίτσι, σ’ ένα βουνό της Μεσσήνης, το Ραμοβούνι. 

Τον πατέρα του, Κωνσταντή, τον έχασε όταν ήταν ακόμη μικρός. Από μικρός μπήκε στο κλέφτικο και έφτασε να είναι οπλαρχηγός σε ηλικία μόλις 17 ετών.

Όταν η κλεφτουριά περνάει δύσκολα χρόνια, φεύγει για τα Επτάνησα που βρίσκονταν τότε υπό Ενετική κατοχή. 

Το 1807, μετέχει ενεργά στη μάχη της Λευκάδας (όταν ο Αλη-πασάς προσπάθησε να την καταλάβει). Αργότερα, το 1810, έχοντας ταχθεί στην υπηρεσία των Άγγλων, οργανώνει στρατιωτικά τους τμήματα. 

Για την ανδρεία του προήχθηκε σε Ταγματάρχη. Κατά την παραμονή του στα Επτάνησα, μυείται στη Φιλική Εταιρεία. 

Έχοντας ήδη μεγάλη πείρα σαν κλέφτης και κατάρτιση σα στρατιωτικός, κατεβαίνει στη Μάνη, στις 6 Γενάρη του 1821 και αρχίζει να προετοιμάζει την Επανάσταση. Αρχίζει την πολεμική του δράση, δίνοντας το πρώτο αποφασιστικό χτύπημα στο Βαλτέτσι. 

Αργότερα, μετά από μεθοδικές ενέργειες, παίρνει την Τριπολιτσά. 

Έχει κοντά του άξιους πολεμιστές, παιδιά κι ανεψιούς του: τον Πλαπούτα, το Νικηταρά, τους Πάνο, Γενναίο, Αντώνη Κολοκοτρώνη,… Με τέτοιους αντρειωμένους δίπλα του συνέτριψε τις 23 χιλιάδες πεζικού και 6 χιλιάδες ιππείς του Δράμαλη, στα Δερβενάκια. Μόνο 3.500 γλίτωσαν και πήγαν στην Κόρινθο.

Τις λαμπρές αυτές νίκες, διαδέχονται θλιβερά γεγονότα


Μετά από εσωτερικές διαμάχες μεταξύ Ελλήνων (κακό που επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας), του αφαιρείται ο βαθμός του Αντιστράτηγου και φυλακίζεται για ένα τετράμηνο στην Ύδρα, το Γενάρη του 1825. 

Απελευθερώνεται μετά την εισβολή του Ιμπραήμ. 

Ενώ όλη η Πελοπόννησος στενάζει, ο ίδιος και οι δικοί του άνθρωποι δίνουν τις δικές τους μάχες, ξεκινώντας κλεφτοπόλεμο που κράτησε τρία χρόνια. Κατάφερε και σταμάτησε του Ιμπραήμ τα σχέδια, μέχρι που ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει το πρώτο ανεξάρτητο Νεοελληνικό Κράτος. διαφορετικά η Επανάσταση θα είχε διαλυθεί. 

Ευτυχώς που στο μεταξύ (στις 10 Απρίλη του 1826), Κυβερνητική Επιτροπή με Πρώτο τον Ανδρέα Ζαΐμη, τον αναγνώρισε ως Αρχιστράτηγο, τιμώντας τη Στρατιωτική του ιδιοφυΐα, τη σωφροσύνη και τη γενναιότητά του. Την προσφορά του Γέρου του Μοριά, τη γράφει σε πάμπολλες σελίδες της, η Ελληνική Ιστορία. Αυτός είναι ο πατέρας της Νίκης και της Ελευθερίας. 

Άρχισε και τέλειωσε την Επανάσταση του ’21.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Από το γλέντι στο πένθος 


Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 4 Φεβρουαρίου του 1843, όταν έφυγε από τη ζωή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. 


Ο λόγιος Γιάννης Βλαχογιάννης στην «Ιστορική Ανθολογία» του περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του θρυλικού Γέρου του Μοριά:

«Ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, ο Κολοκοτρώνη, επισκέφτηκε τα περισσότερα μέρη της Πελοποννήσου και ιδίως της πατρίδας του της Καρύταινας, όπου είχε ζήσει και είχε πολιτευτεί. Προσκάλεσε όλους, ακόμα και εκείνους που είχε έρθει σε ρήξη είτε είχε λογομαχήσει είτε ψυχρανθεί, για να λύσουν τις διαφορές τους. Είχε μάλιστα μαζί του, στο άλογο που ίππευε, δεμένο με ζώνη από το σώμα του, τον μικρότερο γιο του τον Πάνο.
 
Φρόντισε να περάσει και από τις Σπέτσες και την Ύδρα για να ζητήσει συγχώρεση από τους επίσημους άρχοντες του τόπου, τον Λάζαρο Κουντουριώτη και τον Ιωάννη Μέξη· αυτοί που κατά την Επανάσταση τον είχαν καταδιώξει μέχρις εξοντώσεως.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Κολοκοτρώνης, πάντρεψε τον γιο του Κολίνο με την εγγονή του Ιωάννη Καρατζά, ηγεμόνα της Βλαχίας. 

Ο γάμος ήταν ένα από τα σπάνια κοσμικά γεγονότα της Αθήνας την εποχή εκείνη. Παραβρέθηκαν όλοι οι επίσημοι αλλά και οι εκπρόσωποι των ξένων πρεσβειών. Ο Κολοκοτρώνης ήταν ευδιάθετος και διασκέδαζε με την καρδιά του».

Το βράδυ της 3ης Φεβρουαρίου, ο ήρωας της Επανάστασης, παραβρέθηκε σε έναν χορό στο παλάτι του βασιλιά Όθωνα και ήταν πολύ ευδιάθετος. Λένε, μάλιστα, ότι ζήτησε από τον Βασιλιά να πει στους μουσικούς να παίξουν ελληνικούς χορούς. Χαρούμενος ο Γέρος χόρευε με τις κυρίες των τιμών. 

Κάποια στιγμή μάλιστα, όπως λέγεται, ο Αναγνώστης Δεληγιάννης του είχε πει χλευαστικά: «Την ετσαλάκωσες Στρατηγέ», δηλαδή μέθυσες… «Όχι βρε άρχοντα, του αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης, αλλά να, θέλω στα στερνά μου να γλεντήσω».

Μοιραίο το γλέντι


Ο Κολοκοτρώνης φεύγοντας από το γλέντι, γύρω στα μεσάνυχτα, επέστρεψε στο σπίτι όπου ζούσε με τον γιο του Γενναίο, (στη σημερινή οδό Κολοκοτρώνη), αλλά μόλις ξάπλωσε έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο (αποπληξία έγραφαν τότε). 

Η γυναίκα που τον φρόντιζε μόλις στις 3:00 τα ξημερώματα κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. 

Ο Κολοκοτρώνης δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. 

Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες (αφαίμαξη), χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια. Ή τελευταία του κουβέντα (λέγεται ότι) ήταν αυτή προς το παιδί του τον Γενναίο: «...σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους φυλάξεις».

Στις 6:00 το πρωί ο Γέρος του Μοριά εξέπνευσε. Ειδοποιήθηκαν αμέσως τα παιδιά του, οι συγγενείς, οι φίλοι και οι συμπολεμιστές του. Οι Αθηναίοι μόλις άκουσαν τη φήμη ότι ο Κολοκοτρώνης είχε αρρωστήσει, άφησαν τις δουλειές τους και έτρεξαν στο σπίτι του, να μάθουν κάτι περισσότερο.


Το εκμαγείο του νεκρού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη


Είχε καταλάβει το τέλος του


Ο Κολοκοτρώνης πέθανε 73 χρονών - είχε γεννηθεί στις 3 Απριλίου του 1769 - χρόνια πριν το βρει ο θάνατος τον προβλέψει και ετοίμασε την ψυχή του και μετάνιωνε συμφιλιώνεται με τους παλιούς εχθρούς του με κάθε άνθρωπο που είχε ψυχραθεί για αυτό το σκοπό είχε κάνει και τα τελευταία του ταξίδια στα νησιά και στο Μοριά και αντάμωσε τους παλιούς συναγωνιστές φίλους γνώριμους και εχθρούς του και συγχώρεσε και συγχωρέθηκε και χαιρέτησε τον τόπο του για τελευταία φορά.

Η Κυβέρνηση κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος. 

Την ημέρα της κηδείας ο θρυλικός Γέρος του Μοριά έβγαινε για τελευταία φορά από το σπίτι του μέσα στο φέρετρο. 

Τον νεκρό τον έντυσαν με την στολή του Αντιστράτηγου, του έζωσαν τα σπαθί, του φόρεσαν τσαρούχια, τον απίθωσαν στα φέρετρο και έβαλαν κάτω από τα πόδια του μία τουρκική σημαία. 

Στο ένα του πλάγιο έβαλαν τον ασημένιο του θώρακα, ενώ στο άλλο την περικεφαλαία του και τις σπαλέτες. 

Η πολεμική αυτή εξάρτυση του Κολοκοτρώνη βρίσκεται σήμερα στα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.

Ή πομπή κατέβηκε από την οδό Έρμου, και μπαίνοντας στην οδό Αίολου έφτασε στον ναό της Αγ. Ειρήνης, όπου έψάλη ή νεκρώσιμος ακολουθία. 

Γύρω από το φέρετρο κατά την πορεία της προς την Αγία Ειρήνη παραστέκονταν: Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Κουντουριώτης, ο Αντιστράτηγος Τσωρτς, ο Υποστράτηγος Τζαβέλλας, ο Υποστράτηγος Γιατράκος, οι Συνταγματάρχες Πλαπούτας και Μακρυγιάννης, οι σύμβουλοι επικρατείας Δεληγιάννης και Παλαμήδης. 

Επίσης ακολουθούσε πλήθος κόσμου. Ήταν τόσος ο λαός, πού όταν ή κεφαλή της πομπής έμπαινε στην εκκλησία, ή ουρά ήταν στην αρχή της Έρμου!

Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε μία μεγάλη μορφή των γραμμάτων της εποχής, ο εκκλησιαστικός ρήτορας και συγγραφέας Κωνσταντίνος Οικονόμου των έξ’ Οικονόμων. Έπειτα ή πομπή, περνώντας ξανά από το παλάτι, έφτασε στο Α’ Νεκροταφείο. 


Στιγμιότυπο από την ανακομιδή των λειψάνων του Κολοκοτρώνη στην ΑρκαδίαΤα οστά του Κολοκοτρώνη ευρίσκονται στην Τρίπολη από το 1930. Πριν, ευρίσκοντο στην Αθήνα στο Α’ Νεκροταφείο, αλλά ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρόντισε για την μεταφορά τους στην Τρίπολη - κατόπιν αιτήματος των Αρκάδων - , συνοδεύοντας μάλιστα ό ίδιος την διακομιδή τους.


0 Σχόλια