Στην προτελευταία θέση της ΕΕ σε αγοραστική δύναμη οι Έλληνες...


Οπως αποκαλύπτει η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), η μόνη που έχει χειρότερη επίδοση είναι η Βουλγαρία


Δεύτερη από το… τέλος παραμένει η Ελλάδα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όλη την Ευρώπη. Οπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), η μόνη χώρα που έχει χειρότερη επίδοση από την Ελλάδα είναι η γειτονική Βουλγαρία. Κοινώς, οι Ελληνες είναι οι δεύτεροι πιο φτωχοί Ευρωπαίοι με όρους αγοραστικής δύναμης. Πρόκειται για ένα αδιαμφισβήτητο στοιχείο που γκρεμίζει τα κυβερνητικά παραμύθια περί ανάκαμψης, ενώ σημειώνεται πως η έρευνα αφορά το έτος 2024.

Κι αυτό γιατί στις προηγούμενες αντίστοιχες ανακοινώσεις της Eurostat τα κυβερνητικά στελέχη αμφισβητούσαν την κατάντια της Ελλάδας, λέγοντας πως είναι στοιχεία του 2022 και του 2023 και όχι του περασμένου έτους, τα οποία τελικά δείχνουν πως η χώρα μας συνεχίζει να ανταγωνίζεται μόνο τη… Βουλγαρία στην αγοραστική δύναμη.

Υπενθυμίζεται πως την περίοδο των Μνημονίων οι δανειστές καλούσαν την Ελλάδα να αποκτήσει μισθούς και συντάξεις Βουλγαρίας, ενώ αναλυτές θεωρούν πως η ανάκαμψη της γειτονικής χώρας μπορεί σύντομα να φέρει την Ελλάδα στην τελευταία θέση της πανευρωπαϊκής κατάταξης του εν λόγω δείκτη. Συγκεκριμένα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν 30% κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και η Βουλγαρία κατέγραψε κατά κεφαλήν ΑΕΠ 34% κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Θα πρέπει να επισημανθεί πως οι χώρες που κινούνται σε αντίστοιχα ή παραπλήσια εισοδηματική επίπεδα (Πορτογαλία, Κροατία, Σλοβακία) είδαν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους να συγκλίνει με της Ε.Ε.

Το Λουξεμβούργο έχει μακράν το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των 27 χωρών που περιλαμβάνονται σε αυτή τη σύγκριση, με 141% πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Η Ιρλανδία έρχεται δεύτερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., με 111% πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε,, ακολουθούμενη από τις Κάτω Χώρες και τη Δανία, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από 20% πάνω από τον μέσο όρο. 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat, 10 χώρες που αντιπροσωπεύουν περίπου το 34% του πληθυσμού της Ε.Ε. ξεπερνούσαν τον μέσο όρο της Ε.Ε. σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ και συγκεκριμένα σε Λουξεμβούργο, Ιρλανδία, Δανία, Ολλανδία, Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Σουηδία, Φινλανδία και Μάλτα. Ελάχιστα κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο βρίσκονται οι Γαλλία, Ιταλία και Κύπρος.

Ποια είναι τα αίτια;

1. Χαμηλή παραγωγικότητα

Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα είναι περίπου 45% χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Αυτή η χαμηλή παραγωγικότητα, συνδυασμένη με έλλειψη τεχνολογίας, καινοτομίας και οργανωμένης παραγωγικής δομής, οδηγεί σε υψηλό κόστος ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος (ULC – Unit Labour Cost). Αποτέλεσμα; Οι επιχειρήσεις χρειάζονται περισσότερους εργαζόμενους και χρόνο για να παράξουν λιγότερη αξία, με συνέπεια είτε να συγκρατούν τους μισθούς είτε να μην επενδύουν καθόλου, διατηρώντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών σε χαμηλά επίπεδα.

2. Δίδυμα ελλείμματα

Το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας έκλεισε το 2023 με έλλειμμα 34,6 δισ. ευρώ, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είχε αρνητικό πρόσημο -15,1 δισ. ευρώ (Τράπεζα της Ελλάδος, Ετήσια Έκθεση 2024). Τα δίδυμα αυτά ελλείμματα σημαίνουν ότι η Ελλάδα εισάγει περισσότερα απ’ όσα εξάγει και καταναλώνει περισσότερα από όσα παράγει. Η ανισορροπία αυτή μειώνει την εθνική αποταμίευση και καθιστά την οικονομία εξαρτημένη από εξωτερικό δανεισμό, γεγονός που συγκρατεί τις επενδύσεις και τις δυνατότητες αύξησης μισθών, και εν τέλει περιορίζει την αγοραστική δύναμη.

3. Χαμηλές επενδύσεις και αποεπένδυση

Η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στην ΕΕ στις παραγωγικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ – περίπου 12% έναντι μέσου όρου 22% στην ΕΕ (Eurostat, 2023). Οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (FDI) επικεντρώνονται κατά 54% στα ακίνητα (Bank of Greece, FDI Report 2023), κυρίως λόγω πλειστηριασμών και τουριστικής αξιοποίησης. Επενδύσεις στη βιομηχανία, στην καινοτομία και την τεχνολογία είναι ελάχιστες. Αυτό σημαίνει πως δεν δημιουργούνται καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, δεν αυξάνεται η παραγωγικότητα και συνεπώς οι μισθοί μένουν στάσιμοι, υπονομεύοντας την αγοραστική δύναμη.

4. Φορολογική υπερφόρτωση και αρνητική αποταμίευση

Η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο επίπεδο έμμεσης φορολόγησης στην ΕΕ ως ποσοστό εισοδήματος και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αποταμίευσης. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2023), η καθαρή αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι -5,5% του διαθέσιμου εισοδήματος, έναντι +12% στην ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι τα νοικοκυριά καταναλώνουν περισσότερα από όσα εισπράττουν, επιβιώνοντας μέσω μείωσης περιουσίας ή χρέους. Παράλληλα, η υπερφορολόγηση περιορίζει την κατανάλωση, και έτσι συρρικνώνεται περαιτέρω η αγοραστική δύναμη.

Τι δεν κάνει σωστά η κυβέρνηση

  1. Δίνει έμφαση σε λογιστικές επιδόσεις (π.χ. πρωτογενή πλεονάσματα) και όχι στην πραγματική ενίσχυση της παραγωγής και της μισθολογικής βάσης. Η επίτευξη πλεονασμάτων μέσω φόρων φτωχαίνει το νοικοκυριό και υπονομεύει την κατανάλωση.

  2. Αντί να κατευθύνει επενδύσεις σε τεχνολογία και βιομηχανία, επιτρέπει τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και των ακινήτων. Έτσι δεν δημιουργείται διατηρήσιμη απασχόληση, με αποτέλεσμα χαμηλούς μισθούς και αβέβαιη ζήτηση.

  3. Η φορολογική πολιτική παραμένει επιθετική προς τα νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα τη μείωση του καθαρού εισοδήματος και της αποταμίευσης. Η έλλειψη αποταμιευτικού πλεονάσματος περιορίζει την εσωτερική δυνατότητα επενδύσεων, κάτι που μεταφράζεται σε στασιμότητα μισθών.

  4. Η εθνική στρατηγική για την καινοτομία παραμένει ασαφής, χωρίς σαφές πλάνο για τη σύνδεση πανεπιστημίων-έρευνας-παραγωγής. Χωρίς καινοτομία, δεν υπάρχει προστιθέμενη αξία και οι επιχειρήσεις περιορίζονται σε φθηνή εργασία.

  5. Οι κυβερνητικές πολιτικές επιμένουν σε επιδοματικές παρεμβάσεις, αντί για στρατηγική αναδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού. Τα επιδόματα δεν αυξάνουν την παραγωγικότητα – διατηρούν τους μισθούς χαμηλούς και την αγοραστική δύναμη παγωμένη.

0 Σχόλια